μετάφραση

μετάφραση
(Βιολ.). Μετατροπή γενετικά κωδικοποιημένων οδηγιών, που περιέχονται στα νουκλεϊκά οξέα, σε μια σειρά αμινοξέων, με σκοπό την κατασκευή μιας πρωτεΐνης σε ένα κύτταρο· ονομάζεται, επίσης, και πρωτεϊνοσύνθεση. Η μ. χωρίζεται σε τρία στάδια: την έναρξη, την επιμήκυνση και τη λήξη. Το στάδιο της έναρξης περιλαμβάνει την πρόσδεση του ριβοσώματος στον αγγελιοφόρο RNA και τον σχηματισμό του συμπλόκου έναρξης, που αποτελείται από διάφορους παράγοντες έναρξης της μ., το tRNA της μεθειονόνης (το πρώτο αμινοξύ που προστίθεται πάντα κατά τη μ.), καθώς και GTP και ATP, ως πηγή ενέργειας· η έναρξη αποτελεί το πιο αργό στάδιο της μ. και ουσιαστικά καθορίζει τον ρυθμό της πρωτεΐνοσύνθεσης. Το στάδιο της επιμήκυνσης περιλαμβάνει την προσθήκη των αμινοξέων στην συντιθέμενη πολυπεπτιδική αλυσίδα και τη μεταξύ τους ένωση με πεπτιδικούς δεσμούς. Τέλος, το στάδιο της λήξης, αφορά την απελευθέρωση της πολυπεπτιδικής αλυσίδας από το σύμπλοκο της πρωτεϊνοσύνθεσης και του ριβοσώματος από το mRNA.
* * *
η (ΑΜ μετάφρασις) [μεταφράζω]
1. εξήγηση, μεταγλώττιση, ερμηνεία
2. μεταφορά προφορικού ή γραπτού λόγου από μια γλώσσα σε άλλη
νεοελλ.
1. συνεκδ. το κείμενο που έχει μεταφραστεί από άλλη γλώσσα («προτιμώ να διαβάσω τη μετάφραση παρά το πρωτότυπο»)
2. (γλωσσ.-λογοτ.) η διαδικασία και το αποτέλεσμα τής απόδοσης σε μια γλώσσα γραπτού ή προφορικού κειμένου από άλλη, υπό τον όρο ότι τηρούνται οι σημασιολογικές και υφολογικές αντιστοιχίες (α. «λογοτεχνική μετάφραση» β. «μετάφραση τής Αγίας Γραφής»)
3. (επικοιν.) η διαδικασία αποκρυπτογράφησης ή αποκρυπτοφώνησης ενός σήματος, καθώς και η αντιγραφή ή εκτύπωση τού αντίστοιχου κειμένου
4. βιολ. ο σχηματισμός πρωτεϊνών από το ριβονουκλεϊκό οξύ
μσν.-αρχ.
διατύπωση ενός κειμένου με άλλο φραστικό τρόπο ή σε άλλο λεκτικό ύφος, μεθερμήνευση, παράφραση.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • μετάφραση — η 1. η μεταφορά προφορικού λόγου ή γραπτού κειμένου σε άλλη γλώσσα, η μεταγλώττιση: Η μετάφραση ενός θεατρικού έργου είναι δύσκολη. 2. γραπτό κείμενο που έχει μεταφραστεί: Έκανε μια άψογη μετάφραση της Ιλιάδας …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Εβδομήκοντα, μετάφραση των- — Η μετάφραση του εβραϊκού κειμένου της Παλαιάς Διαθήκης στην ελληνική γλώσσα, που έγινε –σύμφωνα με την παράδοση– από ομάδα 72 ελληνιστών Ιουδαίων. Πήρε την ονομασία των Ε. για χάρη συντομίας και παριστάνεται συμβολικά με το γράμμα Ο’. Είναι η πιο …   Dictionary of Greek

  • Jacqueline de Romilly — Pour les articles homonymes, voir Romilly et Worms. Jacqueline Worms de Romilly Nom de naissance Jacqueline David Activités Helléniste, philologue, écrivain et professeur Naissance …   Wikipédia en Français

  • Ευαγγελικά — Ονομάστηκε έτσι η σειρά των βίαιων αντιδράσεων μιας μερίδας του Τύπου και των φοιτητών, όταν δημοσιεύτηκε μετάφραση της Καινής Διαθήκης στη δημοτική. Οι αντιδράσεις αυτές κορυφώθηκαν με τα αιματηρά γεγονότα στις 8 Νοεμβρίου 1901 οδηγώντας τη χώρα …   Dictionary of Greek

  • Ιλαρίων Σιναΐτης ο Κρης — (Αρμάθα Πεδιάδας, Κρήτη περ. 1765 – Τίρνοβο, Βουλγαρία 1838). Λόγιος κληρικός, μητροπολίτης Τιρνόβου Βουλγαρίας (1821 27, 1830 38). Σε νεαρή ηλικία πήγε στο Σινά, όπου εκάρη μοναχός. Το 1792 παρακολούθησε μαθήματα στην Πατμιάδα Σχολή και το 1797… …   Dictionary of Greek

  • Πάλλης, Αλέξανδρος — I (Πειραιάς 1851 – Λίβερπουλ 1935). Έλληνας λογοτέχνης και μεταφραστής. Το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του έζησε στο εξωτερικό. Φοίτησε για λίγο στη φιλοσοφική σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών και ύστερα πήγε στην Αγγλία, στο Λίβερπουλ, όπου… …   Dictionary of Greek

  • Kiriaki Chrisomalli-Henrich — (griechisch Κυριακή Χρυσομάλλη–Henrich, auch in der Transkription Kyriaki Chrysomalli Henrich, * 18. Januar 1946 in Thessaloniki) ist eine deutsch–griechische Neogräzistin und Übersetzerin. Leben und Werk Chrisomalli stammt aus… …   Deutsch Wikipedia

  • Παντσατάντρα — Λέγεται και Παντσαράτρα. Παλαιότατη ινδική συλλογή διδακτικών διηγήσεων, που την αποτελούσαν αρχικά 11 13 βιβλία και η οποία σώθηκε σε παραλλαγή. Η Π. περιέχει 70 μύθους, κυρίως σε πεζό, με ήρωες δύο τσακάλια, τον Καρατάκα και τον Νταμανάκα. Ο… …   Dictionary of Greek

  • διάλεκτος — Όρος που χρησιμοποιείται για να δηλώσει είτε ένα τοπικό γλωσσικό ιδίωμα σε αντιδιαστολή προς μία εθνική γλώσσα είτε μία ομάδα τοπικών ιδιωμάτων, τα οποία, πέρα από παραλλαγές, σημαντικές σε ορισμένες περιπτώσεις, περιέχουν κοινά φωνητικά,… …   Dictionary of Greek

  • διαλεκτός — Όρος που χρησιμοποιείται για να δηλώσει είτε ένα τοπικό γλωσσικό ιδίωμα σε αντιδιαστολή προς μία εθνική γλώσσα είτε μία ομάδα τοπικών ιδιωμάτων, τα οποία, πέρα από παραλλαγές, σημαντικές σε ορισμένες περιπτώσεις, περιέχουν κοινά φωνητικά,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”